- ῥοιβδοῦσα
- ῥοιβδέωmove with a whistlingpres part act fem nom/voc sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ροιβδώ — και ῥοβδῶ, έω, Α [ῥοῑβδος] 1. πάλλω ή κινώ κάτι θορυβωδώς («πτερῶν ἄτερ ῥοιβδοῡσα κόλπον αἰγίδος», Αισχύλ.) 2. κινούμαι ορμητικά, με βοή («ῥοιβδήσας Εὖρος», Κριναγ.) 3. (για τη Χάρυβδη) ρουφάω, καταπίνω με θόρυβο … Dictionary of Greek